Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρολύω — Ν χημ. υποβάλλω μια σύνθετη ουσία σε υδρόλυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + λύω] … Dictionary of Greek
υδρόλυτος — η, ο, Ν [υδρολύω] 1. διαλυμένος σε νερό 2. αποσυντεθειμένος από το νερό … Dictionary of Greek